χειροτεχνικῶν

χειροτεχνικῶν
χειροτεχνικός
skilful
fem gen pl
χειροτεχνικός
skilful
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανιφατούρα — η κάθε είδος χειροτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, ιδίως υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manifattura] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • χειροτεχνικός — ή, ό / χειροτεχνικός, ή, όν, ΝΑ [χειροτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο») νεοελλ. μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές,… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπαντάν — (Ibadan). Πόλη (περ. 1.450.000 κάτ. το 2003) της νοτιοδυτικής Νιγηρίας, πρωτεύουσα και έδρα της κυβέρνησης της πολιτείας Όγιο. Είναι χτισμένη σε μια μεγάλη πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά, περίπου 70 χλμ. από τη θάλασσα και 110 χλμ.… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”